Wednesday, September 12, 2012

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗΣ

του 
Αριστοτέλη Σπύρου 
Η «διαμάχη» για τη νέα Σχολική Γραμματική αναδύθηκε για να προστεθεί στο ήδη δραματικό σκηνικό της οικονομικής κρίσης που μαστίζει εδώ και πολύ χρόνο τη χώρα. Ήρθε για να επιβεβαιώσει κι άλλη μια φορά ότι η κρίση είναι και πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, εκπαιδευτική.
Το να τεθεί στο επίκεντρο της προσοχής της κοινής γνώμης ένα κείμενο γραμμένο με όλα τα χαρακτηριστικά μιας ανεύθυνης επίθεσης (σύγχυση θεμελιωδών αρχών της γλωσσολογίας, επίκληση πατριωτικών αισθημάτων των Ελλήνων, ξενοφοβία και απόρριψη εκ των προτέρων κάθε σύγχρονης ιδέας στ’ όνομα της υπεράσπισης της εθνικής μας ταυτότητας, ενισχυμένης με την επιζήμια ελληνοκεντρική ρητορική), είναι σαφής απόδειξη του αδιεξόδου και της απελπισίας στην οποία βρίσκεται γενικά η κοινωνία μας και ειδικότερα η εκπαίδευση.
Μπορεί το γλωσσικά ζήτημα να λύθηκε επίσημα με Προεδρικό Διάταγμα στο 1976, τα κατάλειπά του όμως συνεχίζουν να ξεπροβάλλουν ακόμα σήμερα με ποικίλους τρόπους.
Η υπερίσχυση της δημοτικής έναντι της καθαρεύουσας εξασφάλισε το κύρος της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη, της κωδικοποιητικής απόδειξής της, η οποία συν τω χρόνω μετατράπηκε σε μύθο. Κάθε αμφισβητησή της, έστω και μερικώς, εύκολα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ιδεολογικά ως προσπάθεια των συντηρητικών δυνάμεων σε βάρος των συμφερόντων της πλειοψηφίας του ελληνικούλαού.
Ο θρίαμβος της δημοτικής έθεσε στο περιθώριο – ή και στη λήθη – καίρια προβλήματα της γλωσσικής παράδοσης που είχαν αναπτύξει βαθιές ρίζες στην ελληνική εκπαίδευση, όπως ο καταχρηστικός διαχωρισμός της γλωσσικής περιγραφής σε γραμματική και συντακτικό, η σύγχυση μέχρι ταύτιση των γραμμάτων με τους φθόγγους, η σύγχυση των διφθόγγων της αρχαίας και της νέας ελληνικής.
Η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη μετατράπηκε σε σύμβολο και ουδέποτε αμφισβητήθηκε επίμονα. Η σημασία της στην ιστορία της ελληνικής γλωσσολογίας και εκπαίδευσης θεωρείται δεδομένη. Από την άλλη μεριά όμως η αποστολή της στέφθηκε με επιτυχία, όταν η δημοτική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του Ελληνικού Κράτους. Από το 1940 ως το 1976, και από το 1976 μέχρι σήμερα η ελληνική κοινωνία και ο ελληνικός λόγος υπέστησαν σημαντικές αλλαγές. Η κωδικοποίηση της γλώσσας, μέσω σχολικών ή κοινής χρήσης εχγειριδίων, πάντα λάμβανε υπόψη τις βασικές αρχές και ερμηνείες της Γραμματικής του Μ. Τριανταφυλλίδη και της Σύνταξης του Αχιλλ. Τζάρτζανου, που λειτουργούσαν ως σωσίβιες λέμβοι σε κάθε αμφισβήτηση. Κι αν υπήρξαν περιπτώσεις όπου επισημάνθηκε η ανάγκη επανεξέτασης ή επανασυγγραφής της σχολικής γραμματικής, προέβαλλε ο ενδυασμός της απόρριψης από την εκπαιδευτική κοινότητα, που είχε υιοθετήσει γενικώς ένα παραδοσιακό πρότυπο διδασκαλίας της ελληνικής γραμματικής. Το πλαίσιο της βοηθητικής παιδείας και της παραπαιδείας με τα φροντιστήρια, τα ιδιωτικά και τα διάφορα ειδικά βοηθήματα προβάλλονταν ως αντισταθμιστικός παράγοντας στις ατέλειες της γλωσσικής εκπαίδευσης του δημόσιου σχολείου.
Σήμερα όμως, μετά από 62 χρόνια, θα ήταν άδικο να μην ληφθούν υπόψη οι σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο σύστημα της Κοινής - πλέον - Νεοελληνικής και που ενσαρκώνονται στις πολύ καλές γραμματικές που εκδόθηκαν εντός και εκτός Ελλάδας (αναφέρω ενδεικτικά τις γραμματικές των Χ. Κλαίρη, Γ. Μπαμπινιώτη και συνεργατών (2009) και των P. Mackridge, D. Holton, I. Philippaki-Warburton (1999)).
Η σημασία και αξία της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη υπερεκτιμήθηκαν σε τέτοιο βαθμό που στην συνείδηση της κοινής γνώμης κάθε κριτική σε επιμέρους σημεία του έργου του θα εκλαμβάνετο ως επίθεση κατά του συνόλου του έργου του. Οι φτηνοί υποστηρικτές του, στο όνομα της υπεράσπισης μιας εθνικής αξιοπρέπειας και απόρριψης ξένων προτύπων – το τρέχον πολιτικό οικονομικό πλαίσιο αρμόζει άψογα σ’ αυτή την αντίληψη – γίνονται αντιφατικοί στα εκλεκτικά επιχειρήματά τους.
Στο «περιβόητο» άρθρο της η κυρία Χρήστου δείχνει την «κόκκινη κάρτα» σε σύμβολα όπως το ου, μπ, ντ, τσ, τζ, γκ, γγ θεωρώντας τα ξένα. Με άστοχη ειρωνεία αναφέρονται παραδείγματα ξενικής πραγμάτωσης των εξακολουθητικών γ, δ κ.λπ., παρουσιάζοντας το ρατσισμό ως ένδειξη αντίστασης κατά της ξένης απειλής. Χτυπάει, λοιπόν, σε ένα αδύναμο σημείο ανυποψίαστων γονέων, μερικοί εκ των οποίων δηλώνουν πρόθυμοι να πυρπολήσουν δημόσια τη νέα σχολική γραμματική για την ε΄ και στ΄τάξη δημοτικού. Κι έπονται καταστάσεις μαζικής υστερίας, όπου η λογική υποκύπτει ενώπιον των φανατικών αισθημάτων.
Τους ξεφεύγει όμως – ή μάλλον δεν πήραν τον κόπο να ελέγξουν ότι και ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης, όταν περιέγραφε τη φωνητική της δημοτικής νέας ελληνικής χρησιμοποιεί τα δίψηφα συμφωνικά γραφήματα (βλ. Γραμματική, σελ. 13). Το ίδιο κάνει και με τα τα φωνήεντα, όπου συμπεριλαμβάνει κατά την περιγραφή τους το φώνημα (ή «φθόγγο») ου. Δεν ανησύχησε αν θα τον κατηγορούσε κανείς ως υπέρμαχο μιας «φωνητικής» γραμματικής. Τα ίδια επαναλαμβάνονται και στην αναπροσαρμοσμένη έκδοση της Νεολληνικής Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη του ΟΕΣΒ (σελ. 11). Γιατί όταν περιγράφουμε το φωνολογικό σύστημα οποιασδήποτε γλώσσας, αναγκαστικά αναφερόμαστε στην προφορική της μορφή. Έτσι γίνεται είτε το θέλουμε είτε όχι. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν στη νέα ελληνική φωνήματα όπως τα ου, μπ, ντ, τσ, τζ, γκ, γγ επειδή το γραφηματικό της σύστημα δεν διαθέτει ξεχωριστό απλό σύμβολο για κάθε φώνημα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξηγήσουμε την προφορά. Δεν καταλαβαίνουμε πού είναι λοιπόν το πρόβλημα, αφού οι συγγραφείς ακολουθούν και σε αυτό το σημείο την παράδοση. Δεν ακολουθούν την παράδοση όσον αφορά τον διαχωρισμό της γλωσσικής περιγραφής σε γραμματική και σύνταξη, την οποία συμπεριλαμβάνουν – σωστώς – στην γραμματική. Αν λάβουμε υπόψη αυτή τη λεπτομέρεια, μπορεί να πει κανείς ότι ο Τριανταφυλλίδης, στέκει μ’ ένα πόδι στην παράδοση και με τ’ άλλο στο μέλλον, με άλλα λόγια, εκεί που οδηγεί ο σωστός δρόμος, στο δικό μας παρόν. Όμως ατέλειες σαν κι αυτή πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, αφού το ζητούμενο ήταν η επικράτηση της δημοτικής. Από το 1976 μέχρι το 2011 μεσολάβησαν 36 χρόνια, αρκετά για να δούμε τα πράγματα – και την ελληνική γλώσσα – με ήρεμο βλέμμα: να εξηγήσουμε στους μαθητές με εύκολο και κατανοητό τρόπο τη γλώσσα μας, αξιοποιώντας ακόμα και τα ωφέλιμα πορίσματα της γλωσσικής επιστήμης «εν τη Εσπερία», στα θεμέλια της οποίας είναι η Αρχαία Ελλάδα.
Και για να επικαλεστούμε τη λογική, χρησιμοποιούμε σήμερα ή όχι στον ελληνικό προφορικό και γραπτό λόγο τα φωνήματα [u], [b], [d], [ts], [dz], [g], για τη φωνητική μεταγραφή των οποίων στην σχολική γραμματική της ε΄ και στ΄ τάξης, λαμβάνοντας υπόψη τα ψυχογλωσσικά χαρακτηριστικά της ηλικίας των μαθητών, αντικαθιστούν τα σύμβολα του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου με ελληνικά γράμματα [ου], [μπ], [ντ], [τσ], [τζ]. Τι πιο «πατριωτικό» θα ήθελαν οι επικριτές πατριώτες;
Με βάση τα παραπάνω, η πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας να αποφασίσει την εκπόνηση και έγκριση μιας νέας γραμματικής, η οποία θα αντικατόπτριζε τη δυναμική της ελληνικής γλώσσας στη σύγχρονη εποχή, ήταν όχι μόνο απαραίτητη και αναπόφευκτη, αλλά και αινέσιμη.
Η νέα γραμματική έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μεθοδικού και χρήσιμου σχολικού εγχειριδίου, που εξηγεί με απλό τρόπο την ελληνική γλώσσα στους μαθητές του δημοτικού. Στο σύνολό του αποτελεί χρήσιμο μεθοδικό βοήθημα, βιβλίο αναφοράς για μαθητές και δασκάλους, που έρχεται μάλλον με σχετική καθυστέρηση.
Γιατί όμως αυτή η καθυστέρηση; Για τον απλό λόγο ότι θεωρητική και εφαρμοσμένη γλωσσολογία πορεύτηκαν σε γενικές γραμμές ως βίοι παράλληλοι στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αν αυτή η διατύπωση είναι σχετική, ως προς τα σχολικά εγχειρίδια, στο θέμα της σχολικής γραμματικής δεν χωρά αμφισβήτηση. Το ενδιαφέρον για τα σχολικά εγχειρίδια είναι ζωντανή μαρτυρία ότι το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα άφησε βαθιά ίχνη. Η έκδοση της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη ερμηνεύεται ως σημαντικό γεγονός για την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος.
Οι μεταγενέστερες γραμματικές που εκδόθηκαν δεν προσελήφθησαν ως μέρος του γλωσσικού ζητήματος, αλλά ως ερμηνευτικές προτάσεις αξιόλογων γλωσσολόγων ή συγγραφικών ομάδων. Φυσικά, κάθε σχετική προσπάθεια είναι ευπρόσδεκτη. Από την άλλη μεριά όμως οι σύγχρονες μέθοδοι γλωσσικής μελέτης θα πρέπει να εφαρμοστούν και στο σχολείο, το οποίο λειτουργεί ως αντισταθμιστικός παράγοντας υιοθετώντας μια πρακτική ορολογία που τείνει προς τη διατήρηση της παράδοσης. Όσο κι αν εξελιχθεί η γλωσσική θεωρία, κι όσο επιτηδευμένη γίνει η ορολογία, στα σχολεία θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τους οικείους όρους γένος, αριθμός, πτώση, έγκλιση, φωνή, συζυγία, κλίση κ.λπ. Παρά ταύτα, έννοιες όπως συγχρονία και διαχρονία, προφορική και διαχρονική γλώσσα, πραγματολογικό επικοινωνιακό πλαίσιο ερμηνείας της γλώσσας, θα πρέπει να διδαχθούν με μεγάλη προσοχή, με εύκολες μεθόδους και με χειροπιαστά παραδείγματα. Η περίπτωση των διφθόγγων είναι δηλωτική της σύγχυσης συγχρονίας και διαχρονίας, ενώ η «αποκήρυξη» των φωνημάτων [u], [b], [d], [ts], [dz], [g] είναι απόδειξη της φιλολογίζουσας ερμηνείας των γλωσσικών φαινομένων που επικράτησε ως αργά και επιμένει να αντιστέκεται μάλιστα μέχρι σήμερα. Είναι το τίμημα της προσκόλλησής μας στο «γράμμα», πίσω από το οποίο βρίσκουμε όχι μόνο το πνεύμα, αλλά και τη φωνή, τις φωνές πρώιμων και όψιμων προγόνων. Άλλωστε, αυτή δεν είναι και η αποστολή του σχολείου, να μάθει γράμματα στα παιδιά; Όλα περνάνε από τα γράμματα.
Στο όνομα ενός εκσυγχρονισμού δηλ. της υιοθέτησης των αρχών και μεθόδων της σύγχρονης γλωσσολογίας ενδεχομένως να γίνουν ύποπτες προτάσεις, οι οποίες θα οδηγούσαν σε αρνητικά αποτελέσματα. Να δοθεί προτεραιότητα στον προφορικό λόγο έναντι του γραπτού; Αυτό θα ήταν λάθος. Για μένα το ζήτημα δεν τίθεται: γραπτός ή προφορικός λόγος, αλλά νεκροί κανόνες γραμματικής ή επικοινωνία σε όλες τις εκφάνσεις της. Και όταν λέμε επικοινωνία, εννοούμε τόσο την γραπτή όσο και την προφορική. Αυτό είναι το ζητούμενο: η βελτίωση της επικοινωνίας.
Η αδιάλειπτη διαχρονικότητα της ελληνικής και ο ιστορικός χαρακτήρας της ορθογραφίας της λειτούργησαν ως παράγοντες σύγχυσης της συγχρονίας με τη διαχρονία. Ετυμολογούμε τύπους της νεοελληνικής με την αρχαία ως στοιχεία του ίδιου συστήματος, μορφές και τύπους ανήκοντες σε διαφορετικές συγχρονίες της ελληνικής. Ανάγουμε το [μπ] σε /mp/ και το [ντ] σε /nt/, κυρίως λόγω της γραφής, η οποία καθίσταται, τρόπον τινά, ο κοινός παρονομαστής της παγχρονικής ελληνικής και μαρτυρία προηγούμενης φωνολογικής πραγματικότητας.
Η κατάσταση αυτή, που χαρακτηρίζει τη γλωσσική μας συμπεριφορά, γίνεται μέρος των επικοινωνιακών μας συνηθειών και επηρεάζει όχι μόνο τους απλούς ομιλητές, τους μαθητές και τους φοιτητές, αλλά και τους ειδικούς της γλωσσολογίας. Οι συνήθειες αυτές λειτουργούν υποσυνείδητα με το γλωσσικό αισθητήριο να αντικαθιστά τη γλωσσική πραγματικότητα. Την κατάσταση επηρεάζει επίσης και η ασύμμετρη αξιοποίηση της ερευνητικής μεθόδου, αλλά και η υιοθέτηση ερμηνειών από ετερόγλωσσα συστήματα.
Η γνώση σε βάθος των φωνητικών, λεξικών και γραμματικών τύπων τείνει να αγνοήσει την αίσθηση της διαχρονικότητας, με αποτέλεσμα να προσφέρονται σε κάποια εγχειρίδια απρόοπτες περιγραφές ή ερμηνείες . Έτσι, λ.χ., οι Holton, Mackridge και Philippaki-Warburton (1999) καταλογίζουν στην Κοινή Νεοελληνική 15 συμφωνικά φωνήματα, ενώ τα [b], [d] τα ερμηνεύουν ως αλλόφωνα των φωνημάτων /p/, /t/ (15), παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετές ενδείξεις κι επιχειρήματα που αυτά είναι ξεχωριστά ευδιάκριτα φωνήματα. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, διάφορες γραμματικές της ελληνικής προσφέρουν διαφορετικές περιγραφές του ίδιου φωνητικού συστήματος και προτείνουν διαφορετικό αριθμό συμφωνικών φωνημάτων. Στη Γραμματική των Χ. Κλαίρη, Γ. Μπαμπινιώτη και συνεργατών (2009) αναγνωρίζονται 20 συμφωνικά φωνήματα (σελ. 1011), όσα δηλαδή και στον Τριανταφυλλίδη (1941, 13). Ο Α. Τσοπανάκης αναγνωρίζει 18 απλά σύμφωνα και 9 σύνθετα. 18 σύμφωνα αναγνωρίζονται και στη νέα Σχολική Γραμματική της Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού (σελ. 35, 36, 40, 56).
Και για να επιστρέψουμε στη σχολική Γραμματική, την οποία επιμένω να χαρακτηρίσω ως το καλύτερο εγχειρίδιο που έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα στο είδος του, αν υπάρχει εν τούτοις κάτι που πρέπει να βελτιωθεί, είναι η διόρθωση ανακριβιών που προέρχονται από την ασάφεια που επικρατεί σχετικά με τον αριθμό των συμφωνικών φωνημάτων στην Κοινή Νεοελληνική. Τέτοιες ανασφάλειες αποτελούν σημείο εκκίνησης για ασαφείς διατυπώσεις από τις οποίες παίρνουν αφορμή διάφορα ενθουσιώδη άτομα για να απορρίψουν το σύνολο του συγγραφικού έργου. Ενός έργου που θα διευκόλυνε πολύ τα ελληνόπουλα στην κατάκτηση του συστήματος της μητρικής γλώσσας τους.
Τι θα έπρεπε να γίνει, λοιπόν; Να μείνει στη χρήση η πολυσυζητημένη Γραμματική για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη Δημοτικού και να γίνουν το ταχύτερο δυνατόν οι όποιες επουσιώδεις βελτιώσεις που αναφέρονται στο φωνολογικό σύστημα και σε τυχόν άλλα σημεία. Η λύση δεν είναι να γυρίσουμε στο παρελθόν, αλλά να προχωρήσουμε προς το μέλλον. Να μην συνεχίσουμε με τις ανασφάλειες της γραμματικής του Μ. Τριανταφυλλίδη (η οποία εκπλήρωσε με τον καλύτερο τρόπο την αποστολή της, πλην όμως τώρα είναι απαρχαιωμένη), όπως ενδεχομένως προτείνουν οι υιοθετήσαντες εκπαιδευτικοί και γονείς της άκαρπης «πατριωτικής» «εθνικόφρονης» ρητορικής. Ο φόβος από τις σύγχρονες μεθόδους της γλωσσικής επιστήμης είναι αναιτιολόγητος και μεταθέτει τη συζήτηση σε λάθος προοπτική. Από την άλλη μεριά, οι συνάδελφοι γλωσσολόγοι θα πρέπει να αποφανθούμε με σαφή τρόπο για τον κατάλογο των συμφωνικών φωνημάτων της Κοινής Νεοελληνικής.
Σε ορισμένους μπορεί να συμφέρει να υπάρχει μια απαρχαιωμένη γραμματική, η ύπαρξη ενός προβλήματος που θα δικαιολογούσε μια ολόκληρη βιομηχανία αποτελούμενη από πολλά παράλληλα βοηθήματα, εγχειρίδια, φροντιστήρια και ιδιαίτερα στη γλώσσα, όπως και σε άλλα μαθήματα. Αυτός είναι μάλλον ο πραγματικός λόγος της πρωτοφανούς αντίδρασης σε ένα τόσο καλοδουλεμένο βιβλίο όπως η Γραμματική για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη Δημοτικού. Για να μην γίνουν αλλαγές, για να συνεχίζει η γλωσσική εκπαίδευση να έρπει σε ένα μονίμως προβληματικό δημόσιο σχολείο σε κατάσταση ομηρίας της παραπαιδείας, η οποία υποδύεται το ρόλο του λυτρωτή. Όπως στην προκειμένη περίπτωση για το κείμενο της Γραμματικής του Δημοτικού. Δεν είναι τυχαίο ότι το μείζον πρόβλημα της παιδείας, η παραπαιδεία, δεν απασχόλησε μέχρι στιγμής κανέναν. Βολεύει κάποιους να υπάρχει ένα αδύναμο δημόσιο σχολείο, που θα λειτουργούσε ως απειλή, εντείνοντας την αβεβαιότητα για το μέλλον των παιδιών. Η εστίαση σε σημαντικά σχολικά εγχειρίδια, όπως η Γραμματική Δημοτικού και η απερίσκεπτη προβολή τους ως ελαττωματικά ή προβληματικά ενισχύει αυτό το φόβο.
Όμως η προσπάθεια γενίκευσης του φόβου για τους κινδύνους που ελοχεύουν από την υιοθέτηση των σύγχρονων ρευμάτων της Εσπερίας, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα βήμα προς τη γραμματικοποίηση μιας φαινομενικά σύγχρονης αγραμματοσύνης.

Αριστοτέλης Σπύρου